- μακροοικονομικός
- -ή, -ό [μακροοικονομία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μακροοικονομία2. το θηλ. ως ουσ. η μακροοικονομικήκλάδος τής οικονομικής επιστήμης που έχει αντικείμενο τη μελέτη τού συνόλου τής οικονομίας ως συνολικής ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών, συνολικού εισοδήματος και επιπέδου απασχόλησης τών παραγωγικών συντελεστών και συνολικής συμπεριφοράς τών τιμών.
Dictionary of Greek. 2013.